- κρυφαναβρύζω
- αμετ. :
κρυφαναβρύζει — здесь где-то скрыт ключ, гдб-то здесь бьёт ключ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυφαναβρύζει — здесь где-то скрыт ключ, гдб-то здесь бьёт ключ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυφαναβρύζω — (για υγρό) αναβρύζω από αφανή πηγή … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφανάβρυσμα — το [κρυφαναβρύζω] η ανάβλυση νερού ή άλλου υγρού από πηγή που δεν φαίνεται … Dictionary of Greek